- σύντριψε
- σύντρῑψε , συντρίβωrub togetheraor ind act 3rd sg (homeric ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Σιγισμούνδος — I Βασιλιάς της Ουγγαρίας και αυτοκράτορας της Γερμανίας, τελευταίος εκπρόσωπος του οίκου του Λουξεμβούργου, δευτερότοκος γιος του αυτοκράτορα Κάρολου Δ’ (1368 1437). Το 1385 παντρεύτηκε τη Μαρία, κόρη και κληρονόμο του βασιλιά της Πολωνίας και… … Dictionary of Greek
Υξώς ή Υκσώς — Νομαδικός λαός που κατά τα τέλη του 18ου αι. π.Χ., προερχόμενος πιθανώς από την Ασία, εισέβαλε στην Αίγυπτο περνώντας τον ισθμό του Σουέζ και κυριάρχησε στην κοιλάδα του Νείλου περίπου ένα αιώνα, μεταξύ 15ης και 17ης δυναστείας. Καμιά άμεση… … Dictionary of Greek